- έκκεντρος
- -η, -ο1. που δε βρίσκεται στο κέντρο κύκλου, ο εκκεντρικός (βλ. λ., 1).2. (μηχ.), που στρέφεται γύρω από άξονα, ο οποίος δεν περνάει από το κέντρο του.3. το ουδ. ως ουσ., έκκεντρο (βλ. λ.).4. φρ., «έκκεντροι κύκλοι», κύκλοι που περικλείνονται σε άλλο μεγαλύτερο, χωρίς όμως να συμπίπτουν τα κέντρα τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.